Λέξη: προφανώς

Σχετικές λέξεις: προφανώς

προφανώς συνώνυμο, προφανώς η πηνελόπη ήταν ηλίθια και άλλες ελληνικές τραγωδίες, προφανώς θα αδυνατίσω, προφανώς traduction, προφανώσ η πηνελόπη ήταν ηλίθια, προφανώσ συνώνυμα, προφανώς σημασία

Συνώνυμα: προφανώς

φαινομενικώς

Μεταφράσεις: προφανώς

προφανώς στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
evidently, obviously, apparently, clearly, probably, manifestly

προφανώς στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
obviamente, evidentemente

προφανώς στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
offenbar, offensichtlich, natürlich, selbstverständlich, ist offensichtlich

προφανώς στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
manifestement, évidemment, toute évidence, évidence, de toute évidence

προφανώς στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ovviamente, evidentemente

προφανώς στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
obviamente, evidentemente

προφανώς στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blijkbaar, duidelijk, klaarblijkelijk, kennelijk, uiteraard

προφανώς στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
очевидно, несомненно, по-видимому, явно

προφανώς στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tydeligvis, åpenbart, selvsagt, selvfølgelig, tydelig

προφανώς στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppenbarligen, naturligtvis, uppenbar, tydligen, uppenbart

προφανώς στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
selvästi, ilmeisesti, tietenkin, luonnollisesti, tietysti

προφανώς στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
naturligvis, tydeligvis, selvfølgelig, klart, åbenbart

προφανώς στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zjevně, samozřejmě, evidentně, zřejmě, očividně

προφανώς στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oczywiście, ewidentnie, najwyraźniej, oczywisty, oczywisto, oczywisty sposób

προφανώς στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyilvánvalóan, nyilván, természetesen, egyértelműen, nyilvánvaló

προφανώς στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
belli ki, Açıkçası, açıkça, tabii ki, besbelli

προφανώς στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
очевидно, вочевидь, мабуть, явно, зрозуміло

προφανώς στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qartë, siç duket, padyshim, natyrisht, e qartë

προφανώς στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
явно, очевидно, очевидно е, очевидно се

προφανώς στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
відавочна, відаць

προφανώς στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
silmnähtavalt, ilmselt, ilmselgelt, loomulikult, muidugi, selgelt

προφανώς στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
očito, očigledno, je očito, bio je, očito je

προφανώς στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
augljóslega, vitanlega, greinilega, auðvitað, sjálfsögðu

προφανώς στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
scilicet

προφανώς στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akivaizdžiai, akivaizdu, aiškiai

προφανώς στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
acīmredzot, acīmredzami, protams

προφανώς στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
очигледно, очигледно е, очигледно се

προφανώς στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
evident, mod evident, în mod evident

προφανώς στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
očitno, seveda, je očitno, jasno

προφανώς στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
samozrejme
Τυχαίες λέξεις