Láncpecek στα ελληνικά

Μετάφραση: láncpecek, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουμπί, καρφί, ιπποτροφείο, κουρέλι, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών
Láncpecek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • láncfék στα ελληνικά - βύσμα, φρένο, φρένων, φρένου, πέδησης, πέδης
  • láncolat στα ελληνικά - διακυμαίνομαι, εμβέλεια, φάσμα, αληλουχία, συναλυσωση, αλληλουχία, συνένωση, ...
  • lándzsás στα ελληνικά - δόρυ, καμάκι, λόγχη, λογχοφόρος, λογχοφόρος ηππέας, Lancer, επαγγελματίας, ...
  • láng στα ελληνικά - φλόγες, φλόγα, φλόγας, της φλόγας, φλογός, με φλόγα
Τυχαίες λέξεις
Láncpecek στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουμπί, καρφί, ιπποτροφείο, κουρέλι, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών