Λέξη: στρώση

Σχετικές λέξεις: στρώση

νυφική στρώση, στρώση στέψης, στρώση στράγγισης οδοστρώματος, στρώση 3α, εξυγιαντική στρώση, στρώμα διάχυσης υδρατμών, στρώση έδρασης οδοστρώματος, αντιολισθηρή στρώση, στραγγιστική στρώση

Μεταφράσεις: στρώση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coating, layer, coat, layer of, layer is, layer was
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
capa, capa de, la capa, capas, de capa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
strich, auftrag, anstrich, überzug, beschichtung, auflage, belag, lack, Schicht, Lage, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
revêtement, enduisant, couche, enduit, couverture, manteau, enrobage, la couche, couche de, calque, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
strato, mano, livello, strato di, strati, livello di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
camada, camada de, fase, camadas, layer
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
laag, layer, lagen, laagje
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обмазка, грунт, обшивка, покрытие, слой, слоя, уровень, слоем
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lag, layer, laget, sjikt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skikt, skiktet, lager
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaippa, päällys, peite, käsittelykerta, päällyste, kerros, kerroksen, kerrokseen, kerrosta, kerroksessa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lag, laget, fase, lags
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nátěr, kabát, potah, vrstva, vrstvy, vrstvu, vrstvou, vrstvě
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pokład, narzut, pokrywanie, nalot, powlekanie, powłoka, oblew, warstwa, obtaczanie, płaszczówka, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kabátszövet, burkolás, réteg, réteget, fázist, layer, rétegben
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tabaka, katman, tabakası, katmanı, katmanlı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
верства, обшивка, верству, прошарок, ґрунт, шар
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtresë, shtresa, shtresa e, shtresë e, layer
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слой, пласт, слоя
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пласт, слой
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kate, mantliriie, kiht, kihi, kihti, kihiga, kihis
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postavljanje, prevlaka, sloj, sloja, sloj je, sloj se, se sloj
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lag, lagið, lagi, fasinn
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sluoksnis, sluoksnio, sluoksnį, sluoksniu, sluoksnių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slānis, slāni, slāņa, kārta
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слој, обвивка, слојот, слој за
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
strat, strat de, stratul, stratului, layer
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plast, sloj, plasti, sloja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poleva, vrstva, vrstvu, vrstvy
Τυχαίες λέξεις