Λέξη: στυλοβάτης
Σχετικές λέξεις: στυλοβάτης
στυλοβάτης στα αγγλικα, στυλοβάτης σημασια, στυλοβάτης ορισμός, στυλοβάτης wikipedia, στυλοβάτης συνώνυμο
Συνώνυμα: στυλοβάτης
στήριγμα, προπέλα, αποκούμπι, έλιξ πλοίου, κινητήρας, κύριο στήριγμα
Μεταφράσεις: στυλοβάτης
στυλοβάτης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mainstay, pillar, prop, stylobate, mainstay of
στυλοβάτης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pilar, puntal, sostén, muleta, apoyo principal, los pilares
στυλοβάτης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hauptstütze, pfeiler, propeller, stütze, ständer, säule, Hauptstütze, Stütze, Standbein, Bein
στυλοβάτης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hélice, fondement, appuyer, pilier, accore, accoter, accot, accorer, fond, étai, pylône, colonne, étayer, étançonner, appui, base, piliers, soutien principal, des piliers
στυλοβάτης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colonna, sostegno, appoggio, pilastro, puntello, perno, cardine, colonna portante, fondamento
στυλοβάτης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
saquear, prova, coluna, suporte, esteio, pilar, mainstay, sustentáculo, pilares
στυλοβάτης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kolom, steun, colonne, leuning, pilaar, steunpilaar, drager, zuil, stut, pijler, mainstay, pijlers, belangrijke pijler
στυλοβάτης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
столб, поддержание, коренник, колышек, пиллерс, оплот, подставка, поддержка, стойка, упор, колонна, опора, столп, колонка, подпора, столбик, основой, опорой, оплотом
στυλοβάτης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
støtte, søyle, bærebjelke, pilar, bjelken, bjelke, støttespiller
στυλοβάτης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stöd, stödja, pelare, stöttepelare, mainstay, stöttepelaren, på Mainstay
στυλοβάτης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sarake, tukea, tuki, kulissi, noja, tolppa, pölkky, propelli, rivistö, pilari, pylväs, pönkkä, kantava voima, tukipilari, kantava, kantavana, kulmakivi
στυλοβάτης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grundpille, grundpillen, bærende, grundlaget, bærende kraft
στυλοβάτης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pilíř, podpěra, podepřít, opřít, opírat, opora, stojka, základ, sloup, sloupek, oporou, pilířem, základem
στυλοβάτης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
słup, ostoja, podstawa, lęgnia, lęgnięcie, stojak, rekwizyt, filar, podnóżek, podpórka, podpora, oparcie, podstawą, ostoją
στυλοβάτης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fő támasz, támasza, pillére, társadalmunk, fő támogatója
στυλοβάτης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sütun, direk, dayanak noktası, MainStay, dayanak, temelini, dayanağı
στυλοβάτης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грабування, джерело, джерельце, докази, оплот, цитадель, опора
στυλοβάτης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtyllë, shtyllë e, shtyllë kryesore, litar përforcues përgjatë direkut, mbështetje kryesore
στυλοβάτης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подпорка, колона, опора, стълбовете, от стълбовете, устои, гротщаг
στυλοβάτης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аплот, апора, апору, апірышча, оплот
στυλοβάτης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tugisammas, toend, sammas, piilar, groottaak, propeller, alustalaks, põhialuseks, alustala, tugisambaks
στυλοβάτης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kolona, uzdanica, potporanj, glavna potpora, uporište, glavno, glavno uporište, oslonac
στυλοβάτης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
máttarstólpum, Mainstay, burðarvirki, kjölfesta
στυλοβάτης στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
columna
στυλοβάτης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ramstis, pagrindinis ramstis, ramsčiu
στυλοβάτης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stabs, stabiņš, grotmasta balsts, galvenais, balsts, galvenais balsts, pamatakmens
στυλοβάτης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потпора, преноќиште, столб, потпора на, главни преноќишта
στυλοβάτης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proptea, coloană, sprijin temeinic, sprijin, pilonul, pilon, pilon principal
στυλοβάτης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slopu, opora, pili, Nosilna, steber, temelj, glavnino
στυλοβάτης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rukoväť, opora, oporou
Τυχαίες λέξεις