Lakhely στα ελληνικά

Μετάφραση: lakhely, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπίτι, κατοικία, Residency, τόπο κατοικίας, μόνιμης κατοικίας, διαμονή
Lakhely στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lakbér στα ελληνικά - ενοικιάζω, νοίκι, ενοίκιο, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος
  • lakható στα ελληνικά - κατοικήσιμος, Κατοικήσιμη, κατοικήσιμο, ενδιαιτήσεως, κατοικήσιμα
  • lakk στα ελληνικά - ντοπάρω, βερνίκι, βερνικιού, βερνίκια, βερνικιών, το βερνίκι
  • lakk-kence στα ελληνικά - λάκα, βερνίκι, βερνικιού, λάκας, λάκκα
Τυχαίες λέξεις
Lakhely στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπίτι, κατοικία, Residency, τόπο κατοικίας, μόνιμης κατοικίας, διαμονή