Λέξη: φήμη

Σχετικές λέξεις: φήμη

φήμη αναψυκτικά, φήμη και πελατεία, φήμη του πατριάρχου αλεξανδρείας, φήμη πακ, φήμη ή δόξα, φήμη συνώνυμο, φήμη πατριάρχου αλεξανδρείας, φήμη πατριάρχου ιεροσολύμων, φήμη ορισμός, φήμη αλίμου

Συνώνυμα: φήμη

κλέος, όνομα, προσωνυμία, υπόληψη, δόξα, θρύλος, διάδοση, έκθεση, αναφορά, απολογισμός, κρότος, διασημότητα, προσωπικότητα, εξοχότης, χαρακτήρας, γράμμα, είδος, ήρωας μυθιστορήματος

Μεταφράσεις: φήμη

φήμη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reputation, rumour, fame, rumor, renown, name

φήμη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reputación, rumor, fama, la reputación, reputación de, prestigio

φήμη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sage, leumund, gerücht, ansehen, reputation, Ansehen, Ruf, Reputation, Renommee, guten Ruf

φήμη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prestige, rumeur, renom, on-dit, renommée, réputation, la réputation, réputation de, reputation

φήμη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fama, nome, reputazione, diceria, la reputazione, notorietà, reputazione di

φήμη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fama, boato, renome, reputação, a reputação, reputation, reputação de

φήμη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gerucht, befaamdheid, reputatie, vermaardheid, faam, roep, naam, mare, roem, de reputatie, reputatie van, bekendheid

φήμη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
репутация, известность, молва, реноме, слава, слух, толки, репутации, репутацию, уровня репутации, репутации По

φήμη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rykte, anseelse, omdømme, omdømme i, omdømmet

φήμη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anse, anseende, rykte, renommé, känt, rykte om

φήμη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maine, kuuluisuus, huhu, huhupuhe, kuulopuhe, juoru, mainetta, maineen, maineensa, maineeseen

φήμη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rygte, ry, omdømme, renommé, anseelse

φήμη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
reputace, pověst, řeči, zvěst, jméno, renomé, pověsti, dobré jméno, reputaci

φήμη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
plotka, renoma, sława, wieść, fama, pogłoska, reputacja, opinia, reputacji, reputację

φήμη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fáma, hírnév, hírnevét, hírneve, jó hírnevét, hírnevének

φήμη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şan, ün, itibar, ünü, üne, itibarı

φήμη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкупати, відкуповувати, чутка, репутація, репутацію

φήμη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reputacion, famë, reputacionin, reputacioni, reputacion të, reputacioni i

φήμη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
репутация, слух, репутацията, репутацията на, добра репутация, известност

φήμη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэпутацыя, рэпутацыю

φήμη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maine, reputatsioon, mainet, reputatsiooni, mainele

φήμη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
renomirani, glasine, ugled, reputacija, ugleda, reputaciju, ugledu

φήμη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kvittur, mannorð, orðspor, orðstír, orðspori

φήμη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reputacija, reputaciją, reputacijos, reputacijai, gero vardo

φήμη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
baumas, reputācija, reputāciju, reputācijas, reputācijai

φήμη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
репутација, угледот, углед, репутацијата, реноме

φήμη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reputaţie, zvon, reputație, reputația, reputatie, reputației, reputatia

φήμη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ugled, sloves, ugleda, slovesom, ugledu

φήμη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fáma, dohady, povesť, reputáciu, dobré meno, meno, povesti
Τυχαίες λέξεις