Laktató στα ελληνικά

Μετάφραση: laktató, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφράγισμα, γέμισμα, χορταστικός, πλήρωση, πλήρωσης, πληρώσεως, γέμιση
Laktató στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lakosság στα ελληνικά - πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό
  • laktanyarend στα ελληνικά - αστυνομεύω, αστυνομία, Στρατώνες, Στρατόπεδο, Barracks, Στρατώνας, αποδοκιμασίες
  • lakáj στα ελληνικά - υπηρέτης, λακές, υπηρέτη, υπηρέτες, υπηρέτες του
  • lakás στα ελληνικά - διαμέρισμα, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα
Τυχαίες λέξεις
Laktató στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφράγισμα, γέμισμα, χορταστικός, πλήρωση, πλήρωσης, πληρώσεως, γέμιση