Λέξη: σαλάτα

Σχετικές λέξεις: σαλάτα

σαλάτα σπανάκι, σαλάτα ζυμαρικών, σαλάτα με κινόα, σαλάτα του σεφ, σαλάτα με φράουλες, σαλάτα μαρούλι, σαλάτα με αβοκάντο, σαλάτα με ρεβίθια, σαλάτα με φακές, σαλάτα με μακαρόνια, σαλάτα φακές, σαλάτα λάχανο, μαρούλι σαλάτα, σαλάτα του καίσαρα, σαλάτα ρόκα, φασόλια σαλάτα, παντζάρια σαλάτα

Μεταφράσεις: σαλάτα

σαλάτα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
salad, of salad

σαλάτα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ensalada, ensalada de, la ensalada, ensaladas, de ensalada

σαλάτα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
salat, Salat, salad

σαλάτα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crudités, salade, laitue, la salade, salad, salades, salade de

σαλάτα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insalata, insalata di, salad, insalate, un'insalata

σαλάτα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
causa, salada, salada de, salad, saladas, a salada

σαλάτα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slaatje, salade, salade van, De salade, salad

σαλάτα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
винегрет, салат, салата, салат из, салатом

σαλάτα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
salat, salaten, salad

σαλάτα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sallad, salad, sallads, sallat

σαλάτα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
salaatti, salaattia, salad, salaatin, saladkuva

σαλάτα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
salat, salad

σαλάτα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
salát, salátový, salad, salátem, salátová

σαλάτα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
surówka, sałata, sałatka, salad, sałatki

σαλάτα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
saláta, salátával, salátát, salad, salátán

σαλάτα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
salata, salatası, salad, bir salata

σαλάτα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
салат

σαλάτα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sallatë, sallatë të, për sallatë, sallata, sallatë e

σαλάτα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
салата, салати, салатен, салата от, салатата

σαλάτα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
салата, салату, салат

σαλάτα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
salat, salati, salatiga, salad, salatit

σαλάτα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
salate, salatu, salata, salata od, za salatu

σαλάτα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
salat, salati, kál, iceberg, salatið

σαλάτα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mišrainė, salotos, salotų, salad, salotomis

σαλάτα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
salāti, salātiem, salātu, salātus, salad

σαλάτα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
салата, салатата, салата од, за салата, салати

σαλάτα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
salată, salata, salata de, salată de, de salate

σαλάτα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
solata, solato, salad, solatni, solate

σαλάτα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šalát

Στατιστικά δημοτικότητας: σαλάτα

Τυχαίες λέξεις