Lengyel στα ελληνικά
Μετάφραση: lengyel, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λούστρο, λουστράρω, βερνίκι, στιλβώνω, γυαλίζω, Πολωνός, πολωνικός, πολωνική, Πολωνικά, πολωνικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lendületvétel στα ελληνικά - κουνώ, κούνια, υποδοχή, λήψη, ρεσεψιόν, υποδοχής, λήψης
- lendülés στα ελληνικά - κύμα, ανάκαμψη, ανοδική τάση, ανάκαμψης, ανοδική πορεία, ανοδική
- lengés στα ελληνικά - πτερυγίζω, κούνια, swing, ταλάντευση, εξέλιξη, ταλάντευσης
- lengéscsillapító στα ελληνικά - Αμορτισέρ, ΑΜΟΡΤΙΣΕΡ, απορροφήσεως κρούσεων, shock Absorber, Απορροφητής κραδασμών
Τυχαίες λέξεις
Lengyel στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λούστρο, λουστράρω, βερνίκι, στιλβώνω, γυαλίζω, Πολωνός, πολωνικός, πολωνική, Πολωνικά, πολωνικές
Μεταφράσεις: λούστρο, λουστράρω, βερνίκι, στιλβώνω, γυαλίζω, Πολωνός, πολωνικός, πολωνική, Πολωνικά, πολωνικές