Λέξη: βόμβα

Σχετικές λέξεις: βόμβα

βόμβα τράπεζα, βόμβα μουσείο ακρόπολης, βόμβα κασιδιάρη, βόμβα ιτέα, βόμβα στο μουσείο της ακρόπολης, βόμβα στο κέντρο τησ αθήνασ, βόμβα χιροσίμα, βόμβα νέα ερυθραία, βόμβα από την σπυράκη που τινάζει πολλά στον αέρα. όλοι το γνώριζαν εκτός από τους πολίτες, βόμβα ναπάλμ

Συνώνυμα: βόμβα

κέλυφος, κοχύλι, φλοιός, φλούδα οστράκου, όστρακο

Μεταφράσεις: βόμβα

βόμβα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bomb, a bomb, bomb was, bombshell

βόμβα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bombardear, bomba, bomba de, bombas, la bomba, de bomba

βόμβα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bombe, flügelmine, abwurfwaffe, bombardieren, Bombe, Bomben, bomb

βόμβα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
marmiter, obus, balle, bombarder, bombe, la bombe, bombes, bomb, bombe à

βόμβα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bombardare, bomba, bombe, bomb, bomba a, bomba di

βόμβα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bomba, bombardear, bomba de, bombas, bomb, de bomba

βόμβα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bombarderen, bom, bomb, bommen, bom te

βόμβα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
баллон, бомба, неожиданность, мина, бомбить, опрыскиватель, бомбардировать, бомбы, бомбу, бомбой

βόμβα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bombe, bomb, bomben

βόμβα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bombardera, bomb, bomben

βόμβα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pommi, pommittaa, Bomb, pommin, pommiteknikon

βόμβα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bombe, Bomb, bomben, bomber

βόμβα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bomba, bombardovat, granát, balík, bombu, bomb, bombou, puma

βόμβα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bombardować, bomba, pocisk, zbombardować, bomb, bomby, bombę, bombą

βόμβα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bomba, bombát, bomb, bombával

βόμβα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bombalamak, bomba, bombalı, bombası, bomb, bombanın

βόμβα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
несподіванку, бомбардувати, міна, несподіванка, бомба, бомбу

βόμβα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bombë, bomba, bombë e, bombe, me bombë

βόμβα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бомба, бомби, бомбата, бомбена

βόμβα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бомба

βόμβα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pomm, pommitama, pommi, pommide, bomb

βόμβα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bombe, bombardirati, bomba, bombu, bombom, bomba je

βόμβα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sprengja, sprengju, Bomb, sprengjan

βόμβα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bomba, bombų, Bomb, bombos

βόμβα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bumba, bumbu, Bomb, bumbas, degli

βόμβα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бомба, бомбата, на бомба, бомбашки, бомби

βόμβα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bombă, bomba, bombe, cu bombă, bombă cu

βόμβα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bomba, bomb, bombo, bombe, bombni

βόμβα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bomba

Στατιστικά δημοτικότητας: βόμβα

Τυχαίες λέξεις