Mérsékelt στα ελληνικά

Μετάφραση: mérsékelt, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογικός, μέτριος, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Mérsékelt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mérnök στα ελληνικά - μηχανικός, μηχανεύομαι, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί
  • mérnökség στα ελληνικά - μηχανική, Μηχανικών, μηχανικής, μηχανικού, Engineering
  • mérséklet στα ελληνικά - φραγμός, μετριοπάθεια, συγκράτηση, συγκράτηση των, μετριοπάθειας, συγκράτησης των
  • mérsékletes στα ελληνικά - αυστηρός, μετριοπάθεια, συγκράτηση, συγκράτηση των, μετριοπάθειας, συγκράτησης των
Τυχαίες λέξεις
Mérsékelt στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογικός, μέτριος, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο