Λέξη: γρατσουνίζω

Συνώνυμα: γρατσουνίζω

αρπάζω με τα νύχια, τσουγγρανίζω, παρακρούω

Μεταφράσεις: γρατσουνίζω

γρατσουνίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scratch, claw, strum

γρατσουνίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rascar, arañar, rasguño, escarbar, rasguñar, garra, la garra, uña, garra de, de garra

γρατσουνίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schramme, zerkratzen, gekritzel, kratzer, kratzen, Klaue, Kralle, Klauen, krallen

γρατσουνίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
égratigner, ouvrable, éraflons, gratter, gribouiller, grattement, égratignure, raie, rayure, gribouillis, éraflez, érafler, écorchure, griffonner, éraflure, rayer, griffe, griffes, la griffe, griffe de, claw

γρατσουνίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
graffio, graffiare, artiglio, claw, dell'artiglio, chela, l'artiglio

γρατσουνίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
risco, arranhar, coçar, raspar, garra, garras, garra de, de garra, da garra

γρατσουνίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krabben, scharrelen, schram, krauwen, klauwen, klauw, claw, schaar, grijper

γρατσουνίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
каракуля, отказываться, расцарапать, почесывание, вычеркивать, метка, пометка, царапина, рабочий, исцарапать, царапать, подскабливать, царапанье, поцапаться, почесывать, случайный, коготь, Claw, когтя, зубец, клешня

γρατσουνίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klore, rift, klo, claw, klør, kloen

γρατσουνίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rispa, klösa, riva, repa, klo, klon, claw, klor

γρατσουνίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raaputtaa, kynsiä, raapaista, piiru, raapustus, claw, kynsi, sorkka

γρατσουνίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kradse, skrabe, klo, claw, kloen, mælkecentralen

γρατσουνίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drápat, odřenina, hrabat, podrbat, škrábat, škrtnutí, drbat, pracovní, škrábanec, oděrka, škrábnutí, poškrábat, drápnout, dráp, čelist, claw, klepeto

γρατσουνίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chrobotać, zadraśnięcie, grzebanie, zadrapanie, podrapać, gryzmolić, draśnięcie, skrobać, zarysować, zadrapać, rozdrapać, zadrapywać, wydrapać, bazgrać, rysa, wygrzebać, pazur, szpon, łapa, claw, pazurów

γρατσουνίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rajtvonal, vakaródzás, firkantás, karcolás, karom, körmös, karmos, hozd, claw

γρατσουνίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pençe, pençesi, claw, tırnaklı, tırnak

γρατσουνίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
позначка, розчісувати, ритись, розчісування, кіготь, пазур

γρατσουνίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thua, i çarë, çjerr, dorë, kthetër

γρατσουνίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нокът, нокти, за дължими, лапа

γρατσουνίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіпцюр

γρατσουνίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kriimustus, kriimustama, kratsima, küünis, claw, saatanaküüs, sõrg, tagastusmehhanismi

γρατσουνίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ogrebotina, grebanje, kandža, pandža, claw, s pandža, pandža je

γρατσουνίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kló, armurinn

γρατσουνίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
letena, kumštelis, nagas, krumplys, krapštyti

γρατσουνίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atcelt, nags, raust, claw, veiktas samaksas atsaukšanai īpašu, grābt

γρατσουνίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ноктот, шепа, кука, канџите

γρατσουνίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gheară, gheare, cu gheare, gheara, claw

γρατσουνίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krempelj, claw, parkelj, krempljev, Kandža

γρατσουνίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pazúr, dráp
Τυχαίες λέξεις