Megkönnyebbülés στα ελληνικά

Μετάφραση: megkönnyebbülés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακούφιση, αρωγή, ανάγλυφος, εκτόνωση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο
Megkönnyebbülés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • megkárosítás στα ελληνικά - λάθος, βλάβη, ζημιά, ζημία, βλάβης, βλάβες
  • megkönnyebbült στα ελληνικά - άνετος, εύκολος, ανακουφισμένος, ανακούφιση, ανακουφισμένοι, ανακουφισμένη, απαλλαγεί
  • megkötés στα ελληνικά - συναλλαγή, δοσοληψία, διεκπεραίωση, νταραβέρι, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, ...
  • megkötött στα ελληνικά - δεμένος, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
Τυχαίες λέξεις
Megkönnyebbülés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακούφιση, αρωγή, ανάγλυφος, εκτόνωση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο