Λέξη: ταλαντευόμενος
Συνώνυμα: ταλαντευόμενος
βραχώδης, άκαμπτος, λικνιζόμενος, πετρώδης, αναποφάσιστος, αιωρούμενος, εκκρεμής, ταλαντευτικός
Μεταφράσεις: ταλαντευόμενος
ταλαντευόμενος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ambivalent, wobbly, oscillatory, pendulous, rocky, oscillating
ταλαντευόμενος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tambaleante, bamboleante, inestable, wobbly, tembloroso
ταλαντευόμενος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wackelig, wacklig, wackeligen, wackligen, wackelige
ταλαντευόμενος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ambivalent, contradictoire, bancal, bancale, branlant, wobbly, branlante
ταλαντευόμενος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
traballante, wobbly, oscilla, barcollante, vacillante
ταλαντευόμενος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vacilante, desiquilibrado, trémulo, bambas, wobbly
ταλαντευόμενος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wiebelend, wiebelig, wiebelende, wankele, wankel
ταλαντευόμενος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
двойственный, противоположный, противоречивый, шаткий, шатким, шаткой, шаткое, шаткими
ταλαντευόμενος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vaklende, ustø, vinglete, wobbly, uklare
ταλαντευόμενος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ostadig, medlem i IWW, wobbly, vinglig, IWW
ταλαντευόμενος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huojuva, heiluva, vaappuva, huojuvalle, wobbly
ταλαντευόμενος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
wobbly, vaklende, Vestbalkans, slingrende
ταλαντευόμενος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozporný, rozviklaný, chvějící se, vratký, vratké, vratkou
ταλαντευόμενος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprzeczny, wieloznaczny, ambiwalentny, niepewny, chwiejny, chybotliwy, wobbly, chwiejne
ταλαντευόμενος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ambivalens, roskatag, reszketeg, billegő, imbolygó, wobbly
ταλαντευόμενος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
titrek, sallanan, wobbly, oynak, titrek bir
ταλαντευόμενος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хиткий, хисткий, хибкий
ταλαντευόμενος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dredhur, që tundet, tundet, dredhur, të dredhur
ταλαντευόμενος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колеблив, клатещ, клатещ се, нестабилен, нестабилно
ταλαντευόμενος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хісткі, хісткае, хісткім
ταλαντευόμενος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastakas, ambivalentne, ebakindel, wobbly, Vaappuva, kõikuv, Huojuva
ταλαντευόμενος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
klimav, klimavim, nesiguran, wobbly, rasklimatan
ταλαντευόμενος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óstöðugir
ταλαντευόμενος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klibantis, Chwiejny, Chybotliwy, Neaiškus, Drgający
ταλαντευόμενος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nestabils, ļodzīgs
ταλαντευόμενος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разнишани, колеблив, колеблив на, чинат разнишани
ταλαντευόμενος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
wobbly, instabil, nesigure, instabila, nesiguri
ταλαντευόμενος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Negotov, wobbly, Rasklimatan, maje
ταλαντευόμενος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozkolísaný, rozporný, rozkývanú, rozviklaný
Τυχαίες λέξεις