Λέξη: μοντέρνος

Σχετικές λέξεις: μοντέρνος

μοντέρνος χορός βικιπαίδεια, μοντέρνος κήπος, μοντέρνος καναπές, μοντέρνος χώρος, μοντέρνος συνώνυμα, καθρέφτης μοντέρνος, μοντέρνος χορός για παιδιά, μοντέρνος γάμος, μοντέρνος μπουφές, μοντέρνος χορός

Συνώνυμα: μοντέρνος

νεώτερος, νέος, σύγχρονος, κομψός του συρμού, κομψός, συρμού, νεότευκτος, νεωτεριστικός, μόδας

Μεταφράσεις: μοντέρνος

μοντέρνος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
modern, fashionable, stylish, contemporary, modish

μοντέρνος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
moderno, moderna, modernos, modernas

μοντέρνος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
neuzeitlich, zeitgerecht, modern, modernen, moderne, moderner, modernes

μοντέρνος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contemporain, moderne, nouveaux, actuel, modernes, moderne et, moderne de

μοντέρνος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
moderno, moderna, moderni, moderne

μοντέρνος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hodierno, moderado, moderno, moderar, moderna, modernos, modernas

μοντέρνος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijdetijds, modern, nieuwerwets, moderne, de moderne, een moderne

μοντέρνος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
новый, модерновый, усовершенствованный, современный, современная, современные, современной, современное

μοντέρνος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
moderne

μοντέρνος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
modern, moderna, modernt, den moderna

μοντέρνος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nykyaikainen, moderni, uudenaikainen, ajanmukainen, modernit, modernin, moderneja

μοντέρνος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
moderne, det moderne, den moderne

μοντέρνος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
novodobý, současný, moderní, novověký, moderního, moderním, moderně, moderních

μοντέρνος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
współczesny, nowożytny, nowoczesny, nowoczesne, nowoczesnym, nowoczesna, nowoczesnych

μοντέρνος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mai, modern, a modern, korszerű

μοντέρνος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çağdaş, çağcıl, modern, modern bir

μοντέρνος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
арбітри, сучасний, сучасна, сучасне

μοντέρνος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
modern, moderne, moderne të, moderne e

μοντέρνος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
модерен, модерна, модерно, съвременната, съвременна

μοντέρνος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сучасны, сучасную

μοντέρνος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaasaegne, tänapäeva, kaasaegse, kaasaegsete, kaasaegsed, kaasaegseid

μοντέρνος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
moderno, suvremene, suvremen, moderan, moderna, moderni, modernog

μοντέρνος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nútíðar-, nútíma, nútímalegt, nútímaleg, nútímalega, nútímans

μοντέρνος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
modernus, moderni, šiuolaikinės, šiuolaikinė, modernios

μοντέρνος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mūsdienu, moderns, mūsdienīgs, moderna, modernā

μοντέρνος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
модерен, современите, модерна, современи, модерни

μοντέρνος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
modern, moderne, modernă, moderna

μοντέρνος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
moderní, moderno, sodobna, sodoben, moderna, sodobno

μοντέρνος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
moderní, moderné, moderný, modernej, moderná, modernú
Τυχαίες λέξεις