Megkötés στα ελληνικά
Μετάφραση: megkötés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναλλαγή, δοσοληψία, διεκπεραίωση, νταραβέρι, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- megkönnyebbült στα ελληνικά - άνετος, εύκολος, ανακουφισμένος, ανακούφιση, ανακουφισμένοι, ανακουφισμένη, απαλλαγεί
- megkönnyebbülés στα ελληνικά - ανακούφιση, αρωγή, ανάγλυφος, εκτόνωση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ...
- megkötött στα ελληνικά - δεμένος, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
- megkövesedés στα ελληνικά - απολίθωση, απολίθωσης, απολίθωμα
Τυχαίες λέξεις
Megkötés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναλλαγή, δοσοληψία, διεκπεραίωση, νταραβέρι, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Μεταφράσεις: συναλλαγή, δοσοληψία, διεκπεραίωση, νταραβέρι, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της