Λέξη: επικρατώ

Σχετικές λέξεις: επικρατώ

επικρατώ αγγλικά, επικρατώ english, επικρατώ συνώνυμα

Συνώνυμα: επικρατώ

κερδίζω, νικώ, αποκτώ, βρίσκω, προμηθεύομαι, εξασφαλίζω, κυριαρχώ, υπερισχύω, κατακυριεύω, υπερέχω, υπερσταθμίζω

Μεταφράσεις: επικρατώ

επικρατώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
predominate, prevail, preponderate, dominate

επικρατώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
preponderar, prevalecer, predominar, prevaler, preponderate, predominan, preponderante, preponderan

επικρατώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
triumphieren, überwiegen, vorherrschen, gewinnen, preponderate, wiegen

επικρατώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dominer, vaincre, prévaloir, prévalons, battre, persuader, prévalez, prédominer, prévalent, prépondérante, prédominent, prépondérantes, preponderate

επικρατώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
predominare, vincere, prevalere, preponderare, preponderano, preponderate

επικρατώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consideravelmente, lindo, prevalecer, predispor, predominar, preponderar, predominam, preponderante, preponderam, preponderantes

επικρατώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prevaleren, de overhand hebben, zwaarder wegen, overhand, de overhand, overheersen

επικρατώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
господствовать, торжествовать, уговаривать, превалировать, царить, умолить, возобладать, превосходить, доминировать, уговорить, превозмогать, властвовать, преобладать, существовать

επικρατώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
preponderate

επικρατώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ÖVERVÄGA, VÄGA MER

επικρατώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vallita, pysyä, voittaa, vallalla

επικρατώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
preponderate

επικρατώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zvítězit, přemluvit, převládat, převládnout, přemoci, převážit

επικρατώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
panoszyć, zwyciężać, panować, przeważać, skłaniać, przewyższać, skłonić, przeważyć, przekonać, dominować

επικρατώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
túlsúlyban van, túlsúlyban

επικρατώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ağır gelmek, ağır basmak, baskın çıkmak, üstün olmak, ağır çekmek

επικρατώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чарівний, вельми, досить, переважний, гарний, значний, домінуючий, переважати, переважатиме, переважатимуть, виявляти перевагу

επικρατώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kam epërsi, mbizotëroj, peshoj më, peshoj më shumë, peshoj

επικρατώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преобладавам

επικρατώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пераважаць, пераважваць

επικρατώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
määravaks

επικρατώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gospodariti, prevladavati, premašivati, predominirati, biti nadmoćan, nadmoćan

επικρατώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ríkja, preponderate

επικρατώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
regno

επικρατώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vyrauti, Dominować, pranašesniam, Pranoksta, būti pranašesniam

επικρατώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dominēt, būt pārsvara

επικρατώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
preponderate

επικρατώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
preponda, să predomine, predomine, cântări mai mult, preponderent ca

επικρατώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preponderate

επικρατώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prevážiť, prevažovať, prevážiť nad, prevažovať nad, preváži
Τυχαίες λέξεις