Mocskoló στα ελληνικά

Μετάφραση: mocskoló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακατάστατος, λερώνω, Sully, αμαυρώνουν, να αμαυρώνουν, στο Sully
Mocskoló στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mobilitás στα ελληνικά - κινητικότητα, κινητικότητας, την κινητικότητα, της κινητικότητας, κινητικότητα των
  • mocsaras στα ελληνικά - ελώδεις, ελώδες, boggy, ελώδη, βαλτώδες
  • mocskolódás στα ελληνικά - καταχρώμαι, βρίζω, κατάχρηση, λοιδορία
  • mocsok στα ελληνικά - σέρνομαι, κόλακας, έρπω, λέρα, grime, βρωμιά, λίπη, ...
Τυχαίες λέξεις
Mocskoló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακατάστατος, λερώνω, Sully, αμαυρώνουν, να αμαυρώνουν, στο Sully