Munkások στα ελληνικά
Μετάφραση: munkások, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωποι, κόσμος, άνθρωπος, εργαζομένων, των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι, εργαζόμενοι, εργαζόμενους
Μεταφράσεις
- munkásbrigád στα ελληνικά - συμμορία, σπείρα, ταξιαρχία, ταξιαρχίας, ταξιαρχία του, ταξιαρχία που, η ταξιαρχία
- munkáscsapat στα ελληνικά - συμμορία, σπείρα, Η ομάδα, ομάδα, ομάδας, την ομάδα, της ομάδας
- murva στα ελληνικά - χαλάσματα, μπάζα, χαλίκι, χαλίκια, αμμοχάλικο, αμμοχάλικου, χώμα
- muskátli στα ελληνικά - γεράνι, γερανίου, γερανιού, γερανιών, το γεράνι
Τυχαίες λέξεις
Munkások στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωποι, κόσμος, άνθρωπος, εργαζομένων, των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι, εργαζόμενοι, εργαζόμενους
Μεταφράσεις: άνθρωποι, κόσμος, άνθρωπος, εργαζομένων, των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι, εργαζόμενοι, εργαζόμενους