Λέξη: υποχρεωτικός
Σχετικές λέξεις: υποχρεωτικός
υποχρεωτικόσ ο κλειδάριθμοσ, υποχρεωτικός εμβολιασμός, υποχρεωτικός αντιθετο, υποχρεωτικός εξοπλισμός σκάφους, υποχρεωτικός στα αγγλικά, υποχρεωτικός ο τεχνικός ασφαλείας, υποχρεωτικός εκκλησιασμός, υποχρεωτικόσ ακάλυπτοσ χώροσ, υποχρεωτικός εμβολιασμός παιδιών, υποχρεωτικός ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου
Συνώνυμα: υποχρεωτικός
υποχρεωτικός, επικείμενος, βολικός, συμβιβαστικός, ευγενικός, πρόθυμος, καταπιεστικός, παθολογικός, αναγκαστικός, πιεστικός, τυραννικός, περιποιητικός
Μεταφράσεις: υποχρεωτικός
αγγλικά
compulsory, obligatory
ισπανικά
obligatorio
γερμανικά
verbindlich, zwingend, obligatorisch
γαλλικά
d'office, obligatoire
ιταλικά
obbligatorio
πορτογαλικά
compulsório
ολλανδικά
bindend, gedwongen, dwingend
ρωσικά
обязательный, принудительный, обязывающий, общеобязательный
νορβηγικά
obligatorisk
σουηδικά
obligatorisk
φινλανδικά
käsketty, pakollinen, määrätty
δανικά
obligatorisk, er obligatorisk, obligatoriske
τσεχικά
závazný, povinný
πολωνικά
obligatoryjny, bieżący, przymusowy, obowiązujący, obowiązkowy
ουγγρικά
kötelező, kötelezővé, Kötelezően, kötelezı
τούρκικα
zorunlu, Kime, Şu kenarı, zorunludur, mecburi
ουκρανικά
зобов'язуючий, обов'язковий, примусовий
αλβανικά
i detyrueshëm, detyrueshme, detyrueshëm, e detyrueshme, obligueshme
βουλγαρικά
задължителен, задължителното, задължително, задължителна, задължителни
λευκορωσικά
абавязковае, абавязковая, абавязковы, абавязкова, абавязковую
εσθονικά
kohustuslik
κροατικά
obavezan, obvezno, obvezatne, obvezatan, obvezatnu, ...
ισλανδικά
skyldubundið, skylt, skylda, skyldubundin, skyldu
λιθουανικά
privalomas, privaloma, privalomi, neprivaloma, privalomos
λετονικά
obligāts, obligāta, obligāti, obligātu, obligātas
σλαβομακεδονικά
задолжителен, задолжително, задолжителна, задолжителни, задолжителните
ρουμανικά
obligatoriu
σλοβενικά
obvezen
σλοβακικά
povinný