Λέξη: υπουργός

Σχετικές λέξεις: υπουργός

υπουργός εργασίας, υπουργός υγείας, υπουργός εσωτερικών, υπουργός αγροτικής ανάπτυξης, υπουργός παιδείας, υπουργός μεταφορών, υπουργός ανάπτυξης, υπουργός δικαιοσύνης, υπουργός πολιτισμού, υπουργός οικονομικών, ο υπουργός, υπουργός εξωτερικών, υπουργός άμυνας

Συνώνυμα: υπουργός

λειτουργός, πρεσβευτής, ιερέας, κομμισάριος, λαϊκός επίτροπος, γραμματέας, γραματεύς, γραφείο

Μεταφράσεις: υπουργός

υπουργός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
minister, secretary, Minister of, Minister for, Secretary of

υπουργός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ministro, ministro de, ministra, el ministro, ministrar

υπουργός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pfarrer, geistliche, pastor, minister, gesandte, gesandter, Minister, Pfarrer, Ministerin, Ministers

υπουργός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ecclésiastique, ambassadeur, pasteur, ministre, spirituel, prêtre, vicaire, ministériel, ministre de, ministre a, Le ministre

υπουργός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ministro, parroco, ministro degli, il ministro, ministro della, ministero

υπουργός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ministro, mineração, ministro da, ministra, ministrar, ministro do

υπουργός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dominee, bewindsman, minister, predikant, minister van, dienaar, dienen

υπουργός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
церковнослужитель, посланник, советник, министр, пастор, священник, министра, министром

υπουργός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
minister, statsråd, ministeren, prest

υπουργός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
statsråd, minister, ministern, ministerns

υπουργός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirkkoherra, ministeri, pappi, pappismies, ministerin, ministerille, ministerinä, Valtiovarainministeri

υπουργός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
minister, præst, kapellan, sognepræst, ministeren, ministerens

υπουργός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kněz, duchovní, pastor, ministr, vyslanec, ministra, vlády, ministrem, ministerský

υπουργός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
minister, pastor, poseł, ministra, ministrem, minister spraw

υπουργός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
miniszter, lelkipásztor, minisztere, lelkész, minisztert, miniszternek

υπουργός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
papaz, bakan, bakanı, bakanın, bakanlığı

υπουργός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
меншати, зменшуватись, зменшуватися, зменшувати, міністр

υπουργός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ministër, ministri, ministri i, ministër i, ministrit

υπουργός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пастор, министър, министър на, министърът

υπουργός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
міністр, міністар

υπουργός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
minister, vaimulik, ministri, ministrile, peaminister, ministrit

υπουργός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svećenik, ministar, nuncije, pomagati, služiti, ministra, Ministrica, poslova, je ministar

υπουργός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prestur, ráðherra, ráðherrann, ráðherra er, herra, þjónn

υπουργός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ministras, pastorius, kunigas, klebonas, ministro, reikalų ministras, ministru, ministrė

υπουργός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
garīdznieks, ministrs, ministra, ministram, ministru, ministre

υπουργός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
министерот, министер, министерот за, министер за, работи

υπουργός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ministru, vicar, ministru al, ministru de

υπουργός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fara, minister, minister je, vlade, ministra

υπουργός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
minister, kňaz, vyslanec, minister pre, ministra

Στατιστικά δημοτικότητας: υπουργός

Τυχαίες λέξεις