Nagykorú στα ελληνικά

Μετάφραση: nagykorú, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σημαντικός, ταγματάρχης, ηλικία, ηλικίας, την ηλικία, εποχή, ετών
Nagykorú στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nagyjavítás στα ελληνικά - αναμόρφωση, επισκευή, αναθεώρηση, γενική επισκευή, επανεξέταση
  • nagykabát στα ελληνικά - πανωφόρι, παλτό, βαρύ παλτό
  • nagykorúság στα ελληνικά - πλειονότητα, ενηλικίωση, ενηλικιώνεται, την ενηλικίωση, προέρχονται από την ηλικία, ενηλικίωση του
  • nagykövet στα ελληνικά - πρεσβευτής, πρέσβης, πρεσβευτή, πρέσβη, πρεσβευτής της
Τυχαίες λέξεις
Nagykorú στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σημαντικός, ταγματάρχης, ηλικία, ηλικίας, την ηλικία, εποχή, ετών