Λέξη: καταδικασμένος

Σχετικές λέξεις: καταδικασμένος

καταδικασμένος στίχοι, καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε, καταδικασμένος χολίδης, ο καταδικασμένοσ, καταδικασμένος στην ανεργία επειδή είναι έλληνας

Μεταφράσεις: καταδικασμένος

καταδικασμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
condemned, doomed, convicted, sentenced, damned

καταδικασμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
condenado, condenada, condenados, condenadas, abocado

καταδικασμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verdammte, abgeurteilt, verurteilt, verdammt, zum Scheitern verurteilt, dazu verdammt, verloren

καταδικασμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
condamné, condamnâmes, condamna, condamnées, condamnée, condamnés, condamnai, condamnèrent, vouée, voué, voués

καταδικασμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
condannato, condannati, destinato, condannata, destinata

καταδικασμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
condenado, condenados, condenada, fadado, condenadas

καταδικασμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdoemde, gedoemd, veroordeeld, ten dode opgeschreven, verdoemd

καταδικασμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
осужденный, забракованный, приговоренный, обреченный, обречены, обречен, обречена, обречено

καταδικασμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dømt, dømt til, fortapt, er dømt, dødsdømt

καταδικασμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dömd, dömda, dömt, doomed, doomeds

καταδικασμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuomittu, tuomittuja, tuhoon tuomittu, tuomitut, doomed

καταδικασμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dømt, dømt til, dødsdømt, dødsdømte, er dømt

καταδικασμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odsouzenec, odsouzený, odsouzena k zániku, odsouzen, odsouzena, odsouzeni

καταδικασμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stracony, skazane, skazany, skazana, skazani

καταδικασμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
halálraítélt, kudarcra ítélt, ítélve, halálra ítélt, kárhoztatva

καταδικασμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ölüme mahkum, mahkum, mahkumdur, mahkûm, mahkûmdur

καταδικασμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осуджений, приречений, приречена, приречене

καταδικασμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dënuar, dënuar, të dënuar, destinuar, e destinuar

καταδικασμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обречени, обречена, обречен, обречено, осъдени

καταδικασμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асуджаны, спакутаваны, асуджаны на смерць, обреченный

καταδικασμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rekvireeritud, süüdimõistetud, hukule, hukule määratud, määratud, hukatusele määratud, süüdi mõistetud

καταδικασμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osuđen, proklet, osuđeni, osuđena, osuđeno

καταδικασμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dæmt, skapadómur, dæmdar, dæmt til, doomed

καταδικασμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasmerktas, pasmerkti, pasmerkta, pasmerktos, lemta

καταδικασμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lemta, nolemti, lemts, nolemta, lemti

καταδικασμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осудени на пропаст, осудена на пропаст, осудена, осудени, осуден

καταδικασμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
osândit, condamnat, sortit, sortite, sortită

καταδικασμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pogubljeni, obsojena, obsojen, obsojeni, obsojeno

καταδικασμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odsúdená k, odsúdená na, odsúdené na, odsúdili na, odsúdení na
Τυχαίες λέξεις