Λέξη: φλοιός

Σχετικές λέξεις: φλοιός

φλοιός γης, φλοιός πεύκου φυσικός, φλοιός της γης, φλοιός εγκεφάλου, φλοιός θεσσαλονίκη, φλοιός σημύδας, φλοιός πεύκου τιμες, φλοιός πεύκου, φλοιός ιτιάς, φλοιός art

Συνώνυμα: φλοιός

πλοίο με τρείς ιστούς, γάβγισμα, σκάφος, κέλυφος, σκελετός πλοίου, φλούδα, πτυάριο αρτοποιού, δέρμα, πετσί, τομάρι, κρούστα, κόρα, καύκαλο, κατακάθια, πέτσα, κοχύλι, φλούδα οστράκου, όστρακο, οβίδα, φαιόν περίβλημα του εγκέφαλου

Μεταφράσεις: φλοιός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bark, cortex, shell, crust, rind
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corteza, ladrido, ladrar, corteza de, la corteza
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kläffen, baumrinde, borke, bellen, rinde, Rinde, Borke, Rinden
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aboi, coque, aboyer, japper, clabauder, écorce, glapir, croûte, aboiement, l'écorce, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corteccia, latrare, abbaiare, scorza, corteccia di, bark, di corteccia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crosta, ladrar, casca, cortiça, latir, latido, bark, casca de, da casca
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schaal, schil, huilen, blaffen, dop, schors, bassen, boomschors, bast, bark, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
болтать, пролаять, лай, ободрать, гаркать, дубить, гавкать, лгать, хина, барк, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bjeffe, bark, gjø, barken
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skälla, bark, barken
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuori, haukku, tuohia, tuiskia, haukkua, äyskiä, pettu, kaarna, bark, kuoren
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bjæffe, bark, gø, gøen, barken, bark som
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kůra, štěkání, štěkat, štěkot, kůry, kůru, bark, lýko
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bark, kora, szczekanie, szczekać, korować, żagle, kory, z kory, korę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fakéreg, kérget, kérge, Kéreg, kérgét
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kabuk, havlamak, havlama, kabuğu, ağaç kabuğu, bark
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кора, гавкай, гавкіт, хіна, гавкати, барк, дубити
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
leh, lëvore, gërvisht, i heq lëvoren, lehje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кора, лая, кората, кори, дървесна кора
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кара, кора
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haukumine, haugatus, puukoor, koor, koore, kooritud, puukoort
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lavež, kora, kore, lajati, koru, bark
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gelta, börkur, berki, gelt
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cortex, crusta
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
loti, žievė, žievės, karnos, žievę
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miza, riet, mizas, mizu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кората, лаат, кора, кори, лае
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scoarță, coaja, scoarta, coajă, scoarta de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bark, lubje, lubja, skorja, laja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kôra, kúra, šupy, kôry
Τυχαίες λέξεις