Nyöszörgés στα ελληνικά
Μετάφραση: nyöszörgés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, κλαψούρισμα, whimper, κλαψουρίζω, κλαυθμυρίζω
Μεταφράσεις
- nyögdécselés στα ελληνικά - μουγκρίζω, μουγκρητό, στενάζω, βογκητά, βογγητά, στενάζει, τα βογκητά, ...
- nyögés στα ελληνικά - στενάζω, μουγκρίζω, μουγκρητό, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
- nyújtható στα ελληνικά - επεκτάσιμη, επεκτάσιμο, εκτατό, εκτατά, εκτάσιμο
- nyújtás στα ελληνικά - πρόβλεψη, πρόνοια, διάταξη, παροχή, παροχής
Τυχαίες λέξεις
Nyöszörgés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, κλαψούρισμα, whimper, κλαψουρίζω, κλαυθμυρίζω
Μεταφράσεις: μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, κλαψούρισμα, whimper, κλαψουρίζω, κλαυθμυρίζω