Λέξη: μεραρχία

Σχετικές λέξεις: μεραρχία

μεραρχία εντελβάις, μεραρχία τζούλια, μεραρχία κρητών, μεραρχία ρόδου, μεραρχία acqui, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία άκουι, μεραρχία ιωαννίνων, μεραρχία αρχιπελάγους, μεραρχία καβάλας

Συνώνυμα: μεραρχία

διαίρεση, τμήμα, μοίρασια, διχασμός, συνομοταξία

Μεταφράσεις: μεραρχία

μεραρχία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
division, army division, division was, the Division

μεραρχία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
división, compartimiento, partición, división de, la división, la división de, reparto

μεραρχία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spaltung, segmentierung, sparte, teilung, division, trennung, abteilung, liga, Abteilung, Aufteilung, Division, Einteilung, Teilung

μεραρχία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coupé, portion, département, scission, division, segmentation, section, partie, partition, district, service, partage, compartiment, barrière, rayon, distribution, Division de, la division, répartition

μεραρχία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divisione, spartizione, serie, ripartizione, la divisione, suddivisione, divisione di

μεραρχία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
divisão, divisão de, repartição, a divisão, de divisão

μεραρχία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deling, verdeling, legerafdeling, divisie, afdeling, verdeeldheid

μεραρχία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
округ, деление, загиб, распределение, дележ, дивизия, межа, часть, категория, голосование, раздел, перегородка, отделение, делёж, дистанция, отдел, разделение, подразделение

μεραρχία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
divisjon, avdeling, deling, divisjonen, inndeling, delingen

μεραρχία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppdelning, division, divisionen, uppdelningen, delning

μεραρχία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jako, osasto, jakolasku, jakaminen, divisioona, divari, Division, divisioonan, jakautuminen

μεραρχία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fordeling, deling, division, opdeling, afdeling, divisionen

μεραρχία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odbor, sekce, část, členění, úsek, divize, dělení, oddělení, okres, rozdělování, hranice, oddíl, rozkol, rozdělení, obvod

μεραρχία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dzielenie, podział, działka, rozdzielenie, oddział, sekcja, przedział, wydzielenie, dywizja, rozłam, rozdwojenie, rozpad, bariera, liga, dział, wydział

μεραρχία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kerület, válaszfal, osztás, osztály, Division, részlege, divízió

μεραρχία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kısım, daire, bölüm, bölünme, bölümü, Küme Bu, bölme, bölünmesi

μεραρχία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дивізія, роздягнув, частину, відділ, поділення, поділ, розділення, розподіл

μεραρχία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndarje, ndarja, ndarje e, ndarja e, ndarje të

μεραρχία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разделение, делене, дивизия, разделяне, участък, поделение

μεραρχία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падзел, раздзяленне

μεραρχία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
diviis, divisjon, jaotus, jagamine, jagunemise, divisjoni, jagunemisel

μεραρχία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odjel, divizija, razdioba, dioba, podijeljenost, podjela, Divizija, Division, podjele, podjelu

μεραρχία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
deiling, skil, deild, skiptingu, skipting, Sviðið, deildar

μεραρχία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dalyba, divizija, skyrius, padalinys, pasidalijimas, kvadratas, padalijimas

μεραρχία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
daļa, dalīšana, nodaļa, sadalīšana, divīzija, iedalījums, sadalījums

μεραρχία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поделба, поделбата, делба, поделба на, поделеност

μεραρχία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
împărţire, divizie, diviziune, diviziuni, diviziunea, divizare

μεραρχία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oddelek, delitev, razdelitev, delitve, Divizija

μεραρχία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
delení, divine, divízie, divízia, časť, ligy

Στατιστικά δημοτικότητας: μεραρχία

Τυχαίες λέξεις