Λέξη: υποβοηθώ
Σχετικές λέξεις: υποβοηθώ
υποβοηθώ συνώνυμα
Συνώνυμα: υποβοηθώ
ενθαρρύνω, παρακινώ, υποκινώ, εξωθώ
Μεταφράσεις: υποβοηθώ
υποβοηθώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abet, subvene, back up
υποβοηθώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
instigar, inducir, ayudar, ABET, ECBA, la ECBA, de ABET
υποβοηθώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
helfen, unterstutzen, begünstigen, ABET, Vorschub leisten, ERMUTIGEN
υποβοηθώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
débattre, secourir, troubler, encourager, agiter, ameuter, assister, irriter, émouvoir, fomenter, aider, abet, complices, encouragent, complice, l'ABET
υποβοηθώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
favoreggiare, abet, complici, di ABET, istigare
υποβοηθώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ajudar, instigar, auxiliar, estimular, encorajar, ABET
υποβοηθώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ophitsen, agiteren, opstoken, opruien, Abet, aanzetten
υποβοηθώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поощрять, способствовать, побудить, понудить, содействовать, подстрекать, ABET, АВЕТ
υποβοηθώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hjelpe, abet, medvirke
υποβοηθώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blåsa, ABET, medverka till, underblåsa
υποβοηθώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kannustaa, yllyttää, ärsyttää, kiihottaa, ABET, kannustavan, olla osallisena, ABETin
υποβοηθώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
medskyldig, ABET, medvirker, være medskyldig
υποβοηθώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
napomáhat, podněcovat, podporovat, navádět, Abet, ponoukat, pomáhat a
υποβοηθώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podżegać, nakłaniać, pomagać, nakłonić, pomagać w przestępstwie, abet, nakłaniać do, współdziałający
υποβοηθώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felbujt, ABET
υποβοηθώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özendirmek, abet, suç ortaklığı, yataklık, suç ortaklığı yapmak
υποβοηθώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сприяти, спонукати, підбурте, підбурювати, підбурити, підбурюватимуть, провокувати, підбивати
υποβοηθώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbështet, nxis, nxit, nxis për një veprim të keq
υποβοηθώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поощрявам, Abet, Абет, в зависимост от обекта, подстрекаването на
υποβοηθώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падбухторваць, падахвочваю, я падахвочваю
υποβοηθώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ässitama, Abistab, abet, kaasa aitamisel, sellele kaasa aitamisel
υποβοηθώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potaknuti, ići na ruku, nagovoriti, podsticati, podržali
υποβοηθώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
abet
υποβοηθώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kurstyti, kurstė, Būti netinkamai, Padėti nusikaltimą, Paskatinti
υποβοηθώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
musināt, abet, kūdītu, kūdītu uz
υποβοηθώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поттикнувала, abet
υποβοηθώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ațâța, abet, instiga, încuraja neglijarea, favoriza
υποβοηθώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Motivirati, ABET
υποβοηθώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
navádzať, navigovať, nabádať, nasmerovať, navádzanie
Τυχαίες λέξεις