Permanens στα ελληνικά

Μετάφραση: permanens, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνιμος, διαρκής, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο
Permanens στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bimbóudvar στα ελληνικά - θηλαία άλω, θηλαίας άλω, θηλαία άλως, areola, άλω
  • csapa στα ελληνικά - σχισμή, ομάδα, ομάδας, την ομάδα, της ομάδας, η ομάδα
  • hajósmadár στα ελληνικά - φρεγάτα, φρεγάτας, φρεγατών, φρεγάτες, τις φρεγάτες
  • nyögés στα ελληνικά - στενάζω, μουγκρίζω, μουγκρητό, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
Τυχαίες λέξεις
Permanens στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνιμος, διαρκής, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο