Segélyezés στα ελληνικά
Μετάφραση: segélyezés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρωγή, εκτόνωση, ανάγλυφος, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο
Μεταφράσεις
- esetenkénti στα ελληνικά - σποραδικός, Περιστασιακή, Περιστασιακές, έκτακτες, Occasional, Περιστασιακά
- felszentelt στα ελληνικά - χειροτονήθηκε, χειροτονηθεί, ορισμένος, ordained, χειροτόνησε
- kifutókarám στα ελληνικά - αυλή, προαύλιο, paddocks, μάντρες, περιφραγμένους χώρους, λιβάδι με
Τυχαίες λέξεις
Segélyezés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρωγή, εκτόνωση, ανάγλυφος, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο
Μεταφράσεις: αρωγή, εκτόνωση, ανάγλυφος, ανακούφιση, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ανάγλυφο