Λέξη: ψυχίατρος

Σχετικές λέξεις: ψυχίατρος

ψυχίατρος ηράκλειο κρήτης, ψυχίατρος νέα σμύρνη, ψυχίατρος δημήτρης καραγιάννης, ψυχίατρος ψυχοθεραπευτής λαρισα, ψυχίατρος θεσσαλονίκη, ψυχίατρος χανιά, ψυχίατρος πάτρα, ψυχίατρος ψυχοθεραπευτής, ψυχίατρος αλεξανδρούπολη, ψυχίατρος αθήνα

Συνώνυμα: ψυχίατρος

φρενολόγος

Μεταφράσεις: ψυχίατρος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
psychiatrist, alienist, a psychiatrist
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
psiquiatra, siquiatra, psiquiatra de, el psiquiatra, un psiquiatra
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
psychiater, Psychiater, Psychiaters, Psychiaterin
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
psychiatre, aliéniste, un psychiatre, le psychiatre, psychiatre de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
psichiatra, lo psichiatra, psychiatrist, psichiatra di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
psiquiatra, psychiatrist, o psiquiatra, psiquiatra de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
psychiater, de psychiater
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
психиатр, психиатра, психиатром
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
psykiater, psykiateren, psykolog
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
psykiater, psykiatriker, psykiatern, psykiatrikern
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
psykiatri, psykiatrin, psykiatrille, psykiatria
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
psykiater, psykiateren
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
psychiatr, psychiatra, psychiatrem, psychiatrička
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
psychiatra, psychiatrą, psychiatry, psychiatrę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pszichiáter, pszichológus, pszichiátert, pszichiáterhez, pszichiátere
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
psikiyatrist, psikiyatr, psikiyatristi, psikiyatristin, psikiyatri
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
психіатр
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
psikiatër, psikiatri, psikiatër i, mjek psikiatër, mjeku psikiatër
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
психиатър, психиатъра, психиатри, психиатърът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
псіхіятр, псыхіятар
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
psühhiaater, psühhiaatri, psühhiaatriga, psühhiaatril, psühhiaatrile
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
psihijatar, psihijatra, psihijatrica, je psihijatar
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
geðlæknirinn, geðlæknir, sálfræðingur, geðlækni
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
psichiatras, psichiatrė, psichiatro, psichologas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
psihiatrs, psihiatra, psihiatru, psihiatre
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
психијатар, психијатарот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
psihiatru, psihiatrul, medic psihiatru, psihiatru de, psihiatrului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
psihiatrinja, psihiater, psihiatra, psihiatru
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
psychiater, stomatológ, pediater

Στατιστικά δημοτικότητας: ψυχίατρος

Τυχαίες λέξεις