Tömeg στα ελληνικά

Μετάφραση: tömeg, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλήθος, μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, μάζης
Tömeg στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • izom στα ελληνικά - μυς, μυών, μυός, μυ, μυϊκή
  • korlát στα ελληνικά - περιορίζω, περιστέλλω, φράγμα, εμπόδιο, φραγμού, φραγμό, φράγματος
  • lég στα ελληνικά - αέρας, ατμόσφαιρα, αέρα, του αέρα, αεροπορικών, αέρος
  • megítélés στα ελληνικά - κρίση, δικαστική απόφαση, απόφαση, αποφάσεως, απόφασης
Τυχαίες λέξεις
Tömeg στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλήθος, μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, μάζης