Valló στα ελληνικά
Μετάφραση: valló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθηγητής, υποστηρίζοντας, ισχυριζόμενος, ισχυριζόμενη, διεκδίκηση, ισχυρίζεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- böllér στα ελληνικά - αυτοκόλλητο, αυτοκόλλητη ετικέτα, αυτοκόλλητης, αυτοκόλλητη, αυτοκόλλητου
- faeper στα ελληνικά - μούρο, μούρα, μουριές, μούρα ή, μουριών
- füstjárat στα ελληνικά - σήραγγα, τούνελ, πτήσης, πτήση, πτήσεων, της πτήσης, την πτήση
- kacsa στα ελληνικά - σκύβω, πάπια, πάπιας, παπιών, πάπιες, duck
Τυχαίες λέξεις
Valló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθηγητής, υποστηρίζοντας, ισχυριζόμενος, ισχυριζόμενη, διεκδίκηση, ισχυρίζεται
Μεταφράσεις: καθηγητής, υποστηρίζοντας, ισχυριζόμενος, ισχυριζόμενη, διεκδίκηση, ισχυρίζεται