Λέξη: απόκτηση
Σχετικές λέξεις: απόκτηση
απόκτηση πτυχίου ραδιοερασιτέχνη, απόκτηση ελληνικής υπηκοότητας, απόκτηση isbn, απόκτηση αμκα, απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας λόγω γάμου, απόκτηση δωρεάν δελτίου μετακίνησης αμεα, απόκτηση άδειας χειριστή ταχύπλοου σκάφους άνευ εξετάσεων, απόκτηση κλειδάριθμου, απόκτηση ιδίων μετοχών, απόκτηση συνώνυμο
Συνώνυμα: απόκτηση
απόκτημα, προσόν επίκτητο
Μεταφράσεις: απόκτηση
απόκτηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acquisition, acquisition of, obtain, obtaining, acquiring
απόκτηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adquisición, la adquisición, de adquisición, adquisición de, compra
απόκτηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anschaffung, erwerbung, neuerwerbung, fertigkeit, aufkauf, übernahme, geschicklichkeit, kunst, akquisition, gewandtheit, erwerb, aneignung, wissenserwerb, erfassung, Erwerb, Akquisition, Übernahme, Anschaffungs, Erfassung
απόκτηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conquête, acquisition, habileté, étude, achat, l'acquisition, d'acquisition, acquisition de
απόκτηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acquisto, apprendimento, acquisizione, di acquisizione, all'acquisizione, dell'acquisizione
απόκτηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquisição, presa, de aquisição, aquisição de, a aquisição, compra
απόκτηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slag, handigheid, vaardigheid, aanwinst, buit, acquisitie, vlugheid, verwerving, bedrevenheid, prooi, aankoop, verkrijging
απόκτηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ловкость, обзаведение, искусство, сбор, нажива, приобретение, достояние, приобретения, получение, сбора, приобретением
απόκτηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ervervelse, oppkjøpet, oppkjøp, kjøpet, erverv, oppkjøps
απόκτηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
följning, förvärv, förvärvet, förvärvs, anskaffnings, förvärva
απόκτηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oppi, taidot, taitavuus, taito, oppiminen, tiedot, hankinta, hankinnan, hankintaa, hankintaan, hankinnasta
απόκτηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
erhvervelse, køb, erhvervelsen, købet, overtagelse
απόκτηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
akvizice, pořízení, přírůstek, vymoženost, zisk, opatření, získání, nabytí, koupě, získávání
απόκτηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdobycie, dorobek, nabywanie, zdobywanie, nabycie, zbieranie, nabytek, akwizycja, nabycia, przejęcie, przejęcia
απόκτηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vásárlás, vívmány, akvizíció, beszerzés, Beszerzési, megszerzése, A beszerzés
απόκτηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hüner, edinme, satın alma, elde etme, edinimi, edinim
απόκτηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
набування, придбавання, набуття, придбання
απόκτηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përvetësim, blerjes, blerjen, blerja, marrja
απόκτηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
придобиване, придобиването, на придобиване, придобиване на
απόκτηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адрас, набыццё, набыцьцё
απόκτηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omandus, omandamine, omandamise, omandamist, soetamise, omandamisel
απόκτηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
akvizicija, nabavka, stjecanje, stjecanja, akvizicije
απόκτηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kaup, Kaupin, öflun, kaupunum, kaupum
απόκτηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mokymasis, įsigijimas, įsigijimo, įgijimas, įsigyti, įsigijimą
απόκτηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iegūšana, iegāde, iegādi, iegādes, iegūšanu
απόκτηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стекнување, за стекнување, стекнување на, стекнувањето, купувањето
απόκτηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îndemânare, achiziţie, achiziție, achiziționarea, achizitie, de achiziție, achiziției
απόκτηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pridobitev, pridobitve, pridobivanje, Zbiranje, nakup
απόκτηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
získavanie, získavaní, získavania, získanie, získania
Στατιστικά δημοτικότητας: απόκτηση
Τυχαίες λέξεις