Абсорбент στα ελληνικά

Μετάφραση: абсорбент, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορροφητικός, απορροφητικό, απορροφητικού, απορροφητικά, απορροφητική, απορροφητικών
Абсорбент στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абсолютний στα ελληνικά - σκέτος, γυμνός, απόλυτος, απόλυτη, απόλυτο, απόλυτης, απόλυτες
  • абсолютно στα ελληνικά - απολύτως, τελείως, εντελώς, πλήρως, πλήρη
  • абсорбер στα ελληνικά - απορροφητήρας, απορροφητή, απορρόφησης, απορροφητής, απορροφητήρα
  • абстрагувати στα ελληνικά - ορίζω, προβλέπω, διατάσσω, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, ...
Τυχαίες λέξεις
Абсорбент στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορροφητικός, απορροφητικό, απορροφητικού, απορροφητικά, απορροφητική, απορροφητικών