Абстрагувати στα ελληνικά

Μετάφραση: абстрагувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορίζω, προβλέπω, διατάσσω, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες
Абстрагувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абсорбент στα ελληνικά - απορροφητικός, απορροφητικό, απορροφητικού, απορροφητικά, απορροφητική, απορροφητικών
  • абсорбер στα ελληνικά - απορροφητήρας, απορροφητή, απορρόφησης, απορροφητής, απορροφητήρα
  • абстрактний στα ελληνικά - θεωρητικός, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες
  • абстракція στα ελληνικά - αφαίρεση, άντληση, αφαίρεσης, άντλησης, αντλήσεις
Τυχαίες λέξεις
Абстрагувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορίζω, προβλέπω, διατάσσω, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες