Абстрагувати στα ελληνικά
Μετάφραση: абстрагувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορίζω, προβλέπω, διατάσσω, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες
![Абстрагувати στα ελληνικά Абстрагувати στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-29.png)
Μεταφράσεις
- абсорбент στα ελληνικά - απορροφητικός, απορροφητικό, απορροφητικού, απορροφητικά, απορροφητική, απορροφητικών
- абсорбер στα ελληνικά - απορροφητήρας, απορροφητή, απορρόφησης, απορροφητής, απορροφητήρα
- абстрактний στα ελληνικά - θεωρητικός, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες
- абстракція στα ελληνικά - αφαίρεση, άντληση, αφαίρεσης, άντλησης, αντλήσεις
Τυχαίες λέξεις
Абстрагувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορίζω, προβλέπω, διατάσσω, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες
Μεταφράσεις: ορίζω, προβλέπω, διατάσσω, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες