Λέξη: ομοιόμορφος

Σχετικές λέξεις: ομοιόμορφος

ομοιόμορφος english, ομοιόμορφος αγγλικα, ομοιόμορφος συνώνυμα, ομοιόμορφος τίτλος

Συνώνυμα: ομοιόμορφος

σταθερός, ομοειδής

Μεταφράσεις: ομοιόμορφος

ομοιόμορφος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
uniform, a uniform

ομοιόμορφος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
uniforme, uniformes, uniforme de, el uniforme

ομοιόμορφος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gleichförmig, uniform, einheitlich, Uniform, gleichmäßig, einheitliche, gleichmäßige

ομοιόμορφος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
régulier, égal, unitaire, homogène, uniforme, uniformes, uniforme de

ομοιόμορφος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divisa, uniforme, uniformi, omogenea, omogeneo

ομοιόμορφος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desenganche, fardamento, farda, uniforme, desenganchar, uniformes, uniforme de

ομοιόμορφος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tenue, uniform, uniforme, eenvormige, eenvormig, gelijkmatige

ομοιόμορφος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мундир, единообразный, однообразный, общепринятый, обмундировка, однородный, форменный, униформа, единообразие, равномерный, одинаковый, постоянный, форма, единый, единая, равномерное, равномерная

ομοιόμορφος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uniform, ensartet, jevn, enhetlig, uniformer

ομοιόμορφος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enhetlig, uniform, enhetligt, enhetliga, likformig

ομοιόμορφος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhtenäinen, univormu, virka-asu, sotilaspuku, yhdenmukainen, yhdenmukaisen, yhdenmukaista, yhdenmukaiset

ομοιόμορφος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uniform, ensartet, ensartede, en ensartet, fælles

ομοιόμορφος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uniforma, stejnoměrný, stejnokroj, rovnoměrný, stejný, uniformní, jednotný, homogenní, jednotné, jednotná, uniformě

ομοιόμορφος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jednolity, umundurowanie, mundurek, mundur, uniform, jednakowy, identyczny, równomierny, jednolite

ομοιόμορφος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
változatlan, egyenruha, egységes, egyenletes, egységesen, az egységes

ομοιόμορφος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üniforma, üniform, muntazam, tek tip, aynı

ομοιόμορφος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
формений, рівномірний, одноманітний, уніформа, форма, форму

ομοιόμορφος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
uniformë, uniforme, uniform, e njëtrajtshme, njëtrajtshëm

ομοιόμορφος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
униформа, еднакъв, еднаквото, единното, уеднаквено

ομοιόμορφος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
форма

ομοιόμορφος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ühtne, üleüldine, vormirõivad, kõrvakujuline, ühtsete, ühtsed, ühetaolise, ühetaoline

ομοιόμορφος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stalan, jednoobrazan, istovrstan, odori, uniforma, jedinstvena, ujednačena, uniformu, jednolika

ομοιόμορφος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samræmdu, samræmda, samræmt, samræmd, samhljóða

ομοιόμορφος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uniforma, vienodas, vienoda, vienodą, vienodos, vienodai

ομοιόμορφος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uniforma, vienmērīgs, vienveidīgs, vienota, vienots

ομοιόμορφος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
униформа, униформи, унифицирани, подеднакво, единствен

ομοιόμορφος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uniform, uniformă, uniforme, uniforma, unitară

ομοιόμορφος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uniforma, enotna, izenačena, enotno, enakomerna, enoten

ομοιόμορφος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uniforma, jednotný, jednotného, vnútorný, spoločný, jednotné
Τυχαίες λέξεις