Боєприпаси στα ελληνικά

Μετάφραση: боєприпаси, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοπλισμός, πυρομαχικά, πυρομαχικών, των πυρομαχικών, τα πυρομαχικά, πολεμοφόδια
Боєприпаси στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • боязнь στα ελληνικά - φοβία, φοβίας, φοβίες, τη φοβία, της φοβίας
  • боятися στα ελληνικά - φοβάμαι, φόβος, φόβο, φόβου, το φόβο, ο φόβος
  • боєць στα ελληνικά - στρατιώτης, μαχητής, μαχητή, μαχητικό, μαχητικά, αγωνιστή
  • бра στα ελληνικά - αγκύλη, απλίκα, sconce, απλίκες, κηροστάτης τοίχου, οχύρωμα
Τυχαίες λέξεις
Боєприпаси στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοπλισμός, πυρομαχικά, πυρομαχικών, των πυρομαχικών, τα πυρομαχικά, πολεμοφόδια