В'їдливий στα ελληνικά

Μετάφραση: в'їдливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γρήγορος, γοργός, v'yidlyvyy
В'їдливий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • в'єтнамець στα ελληνικά - άποψη, Βιετνάμ, Βιετναμέζικη, vietnamese, βιετναμέζικα, του Βιετνάμ
  • в'єтнамський στα ελληνικά - άποψη, Βιετνάμ, Βιετναμέζικη, vietnamese, βιετναμέζικα, του Βιετνάμ
  • в'їзд στα ελληνικά - είσοδος, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, την είσοδο
  • вага στα ελληνικά - βάρος, φορτίο, ζαλίκι, ζυγίζω, φορτώνω, ζυγιάζω, βάρους, ...
Τυχαίες λέξεις
В'їдливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γρήγορος, γοργός, v'yidlyvyy