Λέξη: μόνο
Σχετικές λέξεις: μόνο
μόνο για τη λέσβο, μόνο μαζί σου, μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί, μόνο αυτό ζητώ στίχοι, μόνο μαζί σου μπορώ να ονειρεύομαι, μόνο αυτό ζητώ, μόνο μια φορά, μόνο αν θες εμένα, μόνο μαζί σου βρεττος στίχοι, μόνο μη μου πεις πως με αγαπάς ρέμος, μόνο μπροστά, μόνο μπροστά στίχοι, μόνο εσύ, μόνο για σένα
Συνώνυμα: μόνο
ουδέν άλλο, παρά, απλά, απλώς, απλούστατα
Μεταφράσεις: μόνο
μόνο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
only, solely, just, single, alone
μόνο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sólo, singular, único, solitario, solo, solamente, única
μόνο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsam, einzig, lediglich, allein, nur, einzige, erst, ausschließlich
μόνο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
seulement, uniquement, exclusivement, seul, purement, unique, solitaire, ne, que, seule
μόνο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
unico, singolo, solo, soltanto, solitario, romito, solamente, unica, unicamente
μόνο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
só, somente, sozinho, apenas, único, cebola, isolado, única
μόνο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
maar, verlaten, pas, eenzaam, slechts, enig, enkel, uitsluitend, alleen, louter, enige
μόνο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
одинокий, только-только, уединенный, исключительно, единственный, насилу, единственно, единый, лишь, только, только в, всего
μόνο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eneste, bare, alene, kun, ensom
μόνο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
endast, enastående, allena, enda, bara, ensam, blott, enbart, först
μόνο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erakko, ainoa, yksinäinen, vain, ainoastaan, vasta, pelkästään, yksin, juuri
μόνο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
alene, ensom, bare, eneste, isoleret, kun, blot, udelukkende
μόνο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pouze, opuštěný, jen, jedině, toliko, jediný, samotářský, sám, samotný, pouze v, až
μόνο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niewcześnie, wyłącznie, jedynie, jedyny, tylko, dopiero, tylko w
μόνο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csupán, csak, kizárólag, csak a, egyetlen
μόνο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ıssız, biricik, sadece, yalnız, yeke, tek, ancak, yalnızca
μόνο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тільки, лише
μόνο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vetëm, vetem, vetmja, vetëm në, vetmi
μόνο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
само, единствено, едва, единственият
μόνο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
толькi, толькі
μόνο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ainus, alles, vaid, ainult, üksnes
μόνο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jedino, međutim, sam, isključivo, jedinstven, samo, jedini, tek, jedina
μόνο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bara, einungis, eingöngu, aðeins, aðeins í
μόνο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tantum, solum, solus, modo
μόνο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienišas, vienintelis, tiktai, tik, tik tada, tik tuo
μόνο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vientulīgs, vienīgais, tikai, vientuļš, vienīgi, tikai tad
μόνο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
само, само што, само за, единствениот, единствено
μόνο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
solitar, numai, doar, decât, singura, singurul
μόνο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jenom, samo, le, šele, zgolj
μόνο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jenom, jediný, iba, až, len, výlučne
Στατιστικά δημοτικότητας: μόνο
Τυχαίες λέξεις