Λέξη: νεκρό
Σχετικές λέξεις: νεκρό
νεκρό έμβρυο συμπτώματα, νεκρό μωρό ονειροκρίτης, νεκρό σημείο excel, νεκρό σημείο ασκήσεις, νεκρό παιδί ονειροκρίτης, νεκρό μωρό μέσα σε μπανιέρα γεμάτη παγάκια, νεκρό σημείο, νεκρό βάρος, νεκρό πλήκτρο, νεκρό σημείο λειτουργίας της επιχείρησης
Μεταφράσεις: νεκρό
νεκρό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
neutral, dead, deceased, the dead, a dead
νεκρό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
neutral, neutro, muerto, muertos, muerta, muerte, muertas
νεκρό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
neutral, nulleiter, tot, tote, Toten, Verstorbenen, toter
νεκρό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
impartial, indifférent, neutraliste, neutre, zéro, indolent, mort, morts, morte, mortes, Sysoon
νεκρό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
neutro, neutrale, morto, morti, morta, morte, guasto
νεκρό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rede, neutro, morto, mortos, morta, inoperante, mortas
νεκρό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onpartijdig, afzijdig, neutraal, dood, afgestorven, gestorven, dode, doden
νεκρό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспристрастный, равнодушный, промежуточный, средний, неприсоединившийся, нелицеприятный, безучастный, нейтральность, бесчувственный, нейтральный, бесполый, мертвых, мертв, мертвым, мертвы, мертвый
νεκρό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nøytral, død, døde, dead, dødt, dřd
νεκρό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
opartisk, neutral, död, döda, dött, dead
νεκρό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
neutraali, puolueeton, kuollut, kuolleet, kuolleiden, kuolleita, kuolleista
νεκρό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
døde, dead, død, dødt, dřd
νεκρό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
netečný, nulový, nestranný, neutrální, neutrál, mrtvý, mrtví, mrtvých, mrtvé, mrtvá
νεκρό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
neutralność, bezstronny, pipeta, obojętny, zerowy, neutralny, martwy, zmarły, zmarli, umarły, martwe
νεκρό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közömbös, halott, halottak, meghalt, holt, elhullott
νεκρό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nötr, tarafsız, ölü, öldü, ölmüş, ölü bir, dead
νεκρό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
середній, безсторонній, нейтральний, проміжний, мертвих, мертві
νεκρό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i vdekur, vdekur, vdekurit, të vdekur, vdekurve
νεκρό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мъртъв, умрял, мъртви, мъртва, мъртвите
νεκρό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мёртвых
νεκρό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
neutraalne, surnud, surnute, surnuks, surnuna, surnult
νεκρό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prelazan, neutralan, bespolan, mrtav, mrtva, mrtvih, mrtvi, mrtve
νεκρό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlutlaus, dauður, dauðum, dauðir, dauðu, dáinn
νεκρό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neutralus, miręs, negyvas, numirusių, mirusiųjų, mirę
νεκρό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neitrāls, miris, miruši, miroņiem, mirušajiem, mirusi
νεκρό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мртви, мртов, мртвите, мртва, мртво
νεκρό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neutru, mort, morți, murit, moartă, moarte
νεκρό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mrtev, mrtva, mrtve, mrtvi, mrtvih
νεκρό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neutrál, mŕtvy, mŕtvý, mŕtveho
Στατιστικά δημοτικότητας: νεκρό
Τυχαίες λέξεις