Вдаватися στα ελληνικά
Μετάφραση: вдаватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηχώ, θέρετρο, λύση, θερέτρου, θέρετρου, χιονοδρομικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдавання στα ελληνικά - υπόθεση, εκζήτηση, προσποίηση, επιτήδευση, πλαστότης, τεχνητού, τεχνητό, ...
- вдавати στα ελληνικά - προσποιούμαι, επιτηδεύομαι, ισχυρίζομαι, προσποιούνται, προσποιούμαστε, υποκρινόμαστε
- вдале στα ελληνικά - επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχείς, επιτυχούς
- вдалечині στα ελληνικά - βρίσκεται, που βρίσκεται, βρίσκονται, τοποθεσία, που βρίσκονται
Τυχαίες λέξεις
Вдаватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηχώ, θέρετρο, λύση, θερέτρου, θέρετρου, χιονοδρομικό
Μεταφράσεις: ηχώ, θέρετρο, λύση, θερέτρου, θέρετρου, χιονοδρομικό