Вдвох στα ελληνικά
Μετάφραση: вдвох, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдача στα ελληνικά - χαρακτήρας, οργή, έκθεση, σύνθεση, διάθεση, σκληραίνω, μετριάζω, ...
- вдачу στα ελληνικά - έκθεση, σύνθεση, χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, το χαρακτήρα
- вдвоє στα ελληνικά - δυο φορές, δύο φορές, δύο φορές την, διπλάσιο, δις
- вдвічі στα ελληνικά - διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Τυχαίες λέξεις
Вдвох στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
Μεταφράσεις: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και