Λέξη: αφομοίωση

Σχετικές λέξεις: αφομοίωση

αφομοίωση λεξικο, αφομοίωση πρωτεινης, αφομοίωση γλωσσολογία, αφομοίωση piaget, αφομοίωση βικιλεξικο, αφομοίωση μεταναστών, αφομοίωση αγγλικα, αφομοίωση συνώνυμα, αφομοίωση σιδήρου, αφομοίωση συμφώνων

Μεταφράσεις: αφομοίωση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
assimilation, uptake, assimilation of, digestion
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asimilación, la asimilación, asimilación de, de asimilación, la asimilación de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
assimilation, aufnahme, angleichung, anpassung, Assimilation, Assimilations, Assimilierung, Aufnahme
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assimilation, rajustement, l'assimilation, d'assimilation, une assimilation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assimilazione, l'assimilazione, di assimilazione, dell'assimilazione, all'assimilazione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assimilação, a assimilação, de assimilação, assimilação de, equiparação
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
assimilatie, gelijkstelling, de assimilatie, assimileren
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сравнение, уподобление, ассимиляция, усвоение, освоение, ассимиляции, усвоения
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
assimilasjon, assimilering, fornorsking, assimileringen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
assimilering, assimilation, likställande, assimilerings, assimileringen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhtäläistyminen, yhteyttäminen, assimilaatio, rinnastaminen, omaksumisen, rinnastamista, omaksumista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
assimilation, assimilering, ligestilling, sidestilling, optagelsen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přizpůsobení, asimilace, asimilaci, asimilační, spodoba
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
asymilacja, upodobnienie, przyswojenie, wdrażanie, przyswajanie, asymilacji
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
asszimilálódás, hasonulás, asszimiláció, asszimilációs, az asszimiláció, asszimilációt, asszimilációja
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
asimilasyon, asimilasyonu, asimile, özümseme, özümleme
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порівнювання, асиміляція, засвоєння, уподібнення, асиміляції
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
asimilim, asimilimi, asimilimit, asimilimin, asimilimit të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
асимилация, уподобение, усвояване, усвояването, асимилацията, асимилиране
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асіміляцыя, асыміляцыя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seedimine, assimilatsioon, assimileerimine, assimilatsiooni, assimileerimise, omastavad
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izjednačavanje, asimilacija, asimilacije, asimilaciju, usvajanje, Asimilirajući
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðlögun, samlögun
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asimiliacija, asimiliacijos, įsisavinimas, sulyginimas, asimiliaciją
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
asimilācija, pielīdzināšana, asimilācijas, asimilāciju, asimilē
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
асимилација, асимилацијата, асимилирање
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asimilare, asimilarea, de asimilare, asimilării, asimilare a
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
asimilacija, asimilacijo, asimilacije, vključitveni, asimilacijska
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
asimilácia, asimilácie, asimilačných, Asimilačné, asimilačného
Τυχαίες λέξεις