Вигибати στα ελληνικά
Μετάφραση: вигибати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καμπύλη, κυρτώνω, καμπυλώνω, vyhybaty
Μεταφράσεις
- виганяти στα ελληνικά - στρίβω, εξορίζω, σειρά, εκτοξεύω, φυγάς, εξορία, στροφή, ...
- вигартування στα ελληνικά - φρικιαστικός, φοβερός, vyhartuvannya
- вигибатися στα ελληνικά - καμπυλώνω, καμπύλη, κυρτώνω, vyhybatysya
- вигин στα ελληνικά - στροφή, κάμψη, κάμψης, καμπή, καμπής
Τυχαίες λέξεις
Вигибати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καμπύλη, κυρτώνω, καμπυλώνω, vyhybaty
Μεταφράσεις: καμπύλη, κυρτώνω, καμπυλώνω, vyhybaty