Викривлення στα ελληνικά
Μετάφραση: викривлення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένταλμα, μαύλισμα, ξεμαύλισμα, εκμαυλισμός, διαφθορά, καμπυλότητα, καμπυλότητας, καμπυλότητος, κυρτότητα, καμπύλη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- викривати στα ελληνικά - ξεσκεπάζω, εκθέτω, αποκαλύπτω, ανακαλύπτω, unmask, ξεσκεπάσουν, ξεσκεπάσουμε, ...
- викривити στα ελληνικά - στρεβλώνω, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον
- викривляти στα ελληνικά - στρεβλώνω, στροφή, κάμψη, κάμψης, καμπή, καμπής
- викривіть στα ελληνικά - εκτεθειμένος, εκτίθενται, εκτίθεται, εκτεθεί, εκτεθειμένη
Τυχαίες λέξεις
Викривлення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένταλμα, μαύλισμα, ξεμαύλισμα, εκμαυλισμός, διαφθορά, καμπυλότητα, καμπυλότητας, καμπυλότητος, κυρτότητα, καμπύλη
Μεταφράσεις: ένταλμα, μαύλισμα, ξεμαύλισμα, εκμαυλισμός, διαφθορά, καμπυλότητα, καμπυλότητας, καμπυλότητος, κυρτότητα, καμπύλη