Виробляючий στα ελληνικά
Μετάφραση: виробляючий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσχαρος, ζεστός, φιλικός, παραγωγή, που παράγουν, παράγουν, την παραγωγή, παράγει
Μεταφράσεις
- виробляти στα ελληνικά - εκφωνώ, παραδίδω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
- вироблятися στα ελληνικά - κατασκευάζω, παράγεται, που παράγεται, που παράγονται, παράγονται, παραχθεί
- виробник στα ελληνικά - γεννήτρια, κατασκευαστής, κατασκευαστή, παραγωγός, κατασκευαστή του, παρασκευαστή
- виробництва στα ελληνικά - παραγωγικός, παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
Τυχαίες λέξεις
Виробляючий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσχαρος, ζεστός, φιλικός, παραγωγή, που παράγουν, παράγουν, την παραγωγή, παράγει
Μεταφράσεις: πρόσχαρος, ζεστός, φιλικός, παραγωγή, που παράγουν, παράγουν, την παραγωγή, παράγει