Вирішувати στα ελληνικά

Μετάφραση: вирішувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπολογίζω, απήχηση, καθορίζω, αποφασίζω, προσδιορίζω, ηχηρότητα, λύσει, επίλυση, να λύσει, την επίλυση, λύσουν
Вирішувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вирішити στα ελληνικά - αποφασίζω, λύνω, υπολογίζω, ηχηρότητα, προσδιορίζω, απήχηση, καθορίζω, ...
  • вирішування στα ελληνικά - προβλημάτων, επίλυση, επίλυσης, την επίλυση, των προβλημάτων
  • вирішіть στα ελληνικά - αποφασίζω, Αποφασίστε, αποφασίσει, να αποφασίσει, αποφασίσουν, αποφασίσετε
  • висаджувати στα ελληνικά - ξεσπώ, ξέσπασμα, έκρηξη, εργοστάσιο, φυτό, φυτών, φυτού, ...
Τυχαίες λέξεις
Вирішувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπολογίζω, απήχηση, καθορίζω, αποφασίζω, προσδιορίζω, ηχηρότητα, λύσει, επίλυση, να λύσει, την επίλυση, λύσουν