Λέξη: ψεύδομαι

Σχετικές λέξεις: ψεύδομαι

ψεύδομαι αρχαία, ψεύδομαι παρακείμενοσ, ψεύδομαι αρχικοί χρόνοι, ψεύδομαι ψεύδεσαι

Συνώνυμα: ψεύδομαι

εξαπλώνομαι, ευρίσκομαι, στρώνω, ξαπλώνω

Μεταφράσεις: ψεύδομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lie, I lie, am lying
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mentira, yacer, mentir, encuentran, se encuentran, la mentira, mentiras
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unaufrichtigkeit, lage, liegen, lüge, lügen, Lüge, lie
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
menterie, gésir, mentent, coucher, mentons, reposer, bourde, mentir, gisez, poser, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bugia, impostura, menzogna, giacere, mentire, fandonia, trovano, si trovano
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tampa, mentir, jazer, mentira, mentiras, lie, encontram
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leugen, onwaarheid, liggen, liegen, lig, lie
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
солгать, подстерегать, брехня, ложиться, враньё, враки, залечь, возлечь, ложь, налгать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
usannhet, ligge, lyve, løgn, lie, ligger, løgnen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lögn, ligga, lie, ligger, lögnen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maata, olla, piillä, valhe, vale, lojua, loikoilla, valheen, valhetta, valehdella
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ligge, lyve, løgn, ligger, løgnen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ležet, lhát, klamat, zalhat, lež, nacházet, spočívat, leží, lži, lží
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
usłać, bujać, chorować, walać, kłamstwo, kłamać, położyć, kłam, lęgowisko, leżeć, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tanya, hazugság, hazugságot, fekszik, fekszenek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yalan, lie, yalandır, bir yalan, yalan söylemek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кришки, брехня, брехню, неправда, неправду, ложь
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrenë, ndodhem, gënjeshtër, shtrihen, gënjeshtër e, gënjeshtra, gėnjeshtėr
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лъжа, лъжата, лежат, на лъжата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хлусня, хлусьня, хлусню, няпраўду, ману
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asend, lebama, valetama, vale, peituvad, valet, valeta, lie
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
leži, izmišljotina, ležati, laž, lagati, leže, laži
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ljúga, liggja, lygi, liggur, leggjast
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
recubo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gulėti, melas, būti, guli, lie
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atrasties, gulēt, meli, melu, lie
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лагата, лага, лежат, лажел, лежи
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
minciună, mini, minciuna, minciuni, află, de minciuni
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
laž, lie, laži, ležijo, leži
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lež, ležať, lož, klamstvo, lži
Τυχαίες λέξεις