Вкорочувати στα ελληνικά

Μετάφραση: вкорочувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικραίνω, περικόπτω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Вкорочувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • включення στα ελληνικά - κατανόηση, συμπερίληψη, ένταξη, ένταξης, ενσωμάτωση, καταχώριση
  • включити στα ελληνικά - περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει, να περιλαμβάνει, να περιλαμβάνουν
  • вкрадливо στα ελληνικά - υπαινιγμός, νύξη, ύπουλος
  • вкрай στα ελληνικά - κακώς, άσχημα, χαμηλά, κακή, σοβαρά
Τυχαίες λέξεις
Вкорочувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικραίνω, περικόπτω, κονταίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί