Λέξη: διεκδίκηση

Σχετικές λέξεις: διεκδίκηση

διεκδίκηση δεδουλευμένων, διεκδίκηση δεδουλευμένων μισθών, διεκδίκηση αμοιβής μηχανικού, διεκδίκηση γερμανικών αποζημιώσεων, διεκδίκηση γυναίκας, διεκδίκηση νόμιμης μοίρας, διεκδίκηση english, διεκδίκηση ενοικίων, διεκδίκηση κοινοχρήστων, διεκδίκηση επιμέλειας τέκνου

Συνώνυμα: διεκδίκηση

αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση

Μεταφράσεις: διεκδίκηση

διεκδίκηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
claim, claiming, claims, lets, assertion

διεκδίκηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pretender, demandar, pretensión, reclamación, reivindicación, la reivindicación, reclamo, demanda

διεκδίκηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anrecht, claim, forderung, förderrecht, anspruch, schuldforderung, recht, nach Anspruch, Ansprüche, gemäß Anspruch, Forderung

διεκδίκηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plainte, thèse, arrogeons, réclamons, affirmation, concession, réclamez, réclament, revendication, revendiquer, requérir, réclamer, allégation, arrogent, demander, réquisition, la revendication, revendications, selon la revendication, des revendications

διεκδίκηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vantare, pretesa, reclamare, esigenza, affermazione, pretendere, affermare, richiesta, rivendicazione, la rivendicazione, domanda, reclamo

διεκδίκηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
créditos, postular, reivindicação, alegação, reclamação, afirmação, crédito

διεκδίκηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schuldvordering, claimen, aanspraak, vordering, eis, conclusie, volgens conclusie

διεκδίκηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заявить, утверждать, требовать, рекламация, заявление, претензия, тяжба, иск, притязание, заявлять, заявка, утверждение, требование, запрос

διεκδίκηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reklamasjon, fordring, kreve, krav, påstand, kravet, ifølge krav

διεκδίκηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
krav, fordra, fordran, anspråk, påstående, patentkrav

διεκδίκηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikeus, saatava, omistusoikeus, vetoomus, vaade, väite, vaatimus, Patenttivaatimuksen, vaatimuksen, patenttivaatimuksessa

διεκδίκηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
påstå, krav, ifølge krav, påstand, kravet, fordring

διεκδίκηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyžadovat, žádost, nárok, žádat, tvrzení, vymáhat, tvrdit, stížnost, reklamace, požadavek, požadovat, reklamovat, pohledávka

διεκδίκηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
domagać, rościć, powództwo, pretendować, roszczenie, twierdzenie, reklamować, twierdzić, wierzytelność, pretensja, żądanie, żądać, skarga, roszczenia

διεκδίκηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
követelés, igény, igénypont, állítás, állítást

διεκδίκηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hak, iddia, talep, iddiası, hasar, iddianın

διεκδίκηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заявка, рекламація, вимога, позов, заявити, заява, запит, запиту

διεκδίκηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pretendoj, pretendim, kërkesë, pretendimi, pretendojnë, padia

διεκδίκηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
претенция, иск, твърдение, съгласно претенция, претенции

διεκδίκηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
запыт, запрос

διεκδίκηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõudma, väide, taotlema, nõue, nõudluspunktile, nõude, väite

διεκδίκηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žalba, zahtjev, potraživanje, tvrdnja, tvrdnju, tražbina

διεκδίκηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krafa, aðkall, kröfu, krafan, tilkall, segjast

διεκδίκηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reikalavimas, ieškinys, pretenzija, teiginys, tvirtinimas

διεκδίκηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pretenzija, prasība, prasību, apgalvojums, prasījums

διεκδίκηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
барање, побарување, тврдење, барањето, тврдат

διεκδίκηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
revendicare, revendicării, revendicarea, conform revendicării, cerere

διεκδίκηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trdit, trditev, zahtevek, terjatev, zahtevku

διεκδίκηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nárok, právo, nároku, oprávnený, oprávnené
Τυχαίες λέξεις